- φιλόβιβλος
- φιλόβιβλοςfond of booksmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόβιβλος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόβιβλον μεγάλη αγάπη για τα βιβλία αρχ. 1. αυτός που τού αρέσουν τα βιβλία, βιβλιόφιλος 2. αυτός που τού αρέσει να διαβάζει βιβλία 3. αυτός που τού αρέσει η ανάγνωση τής Βίβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βίβλος… … Dictionary of Greek
φιλόβιβλοι — φιλόβιβλος fond of books masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek